ἐπιχειρηματική

ἐπιχειρηματική
ἐπιχειρηματικός
tentative
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • ελαχιστοποίηση κόστους — Βασική αρχή που διέπει την επιχειρηματική δραστηριότητα και συνίσταται στον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό των εξόδων της επιχείρησης, χωρίς να πληγούν οι οικονομικοί στόχοι της. Η θεμιτή ε.κ. επιτυγχάνεται κατά βάση με τον εντοπισμό και τη …   Dictionary of Greek

  • επιχειρηματικός — ή, ό (Α ἐπιχειρηματικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση και διαχείριση επιχειρήσεων («ο επιχειρηματικός κόσμος τής χώρας», «επιχειρηματική δραστηριότητα, κίνηση» κ.λπ.) 2. ο ικανός να διευθύνει επιχείρηση… …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων …   Dictionary of Greek

  • μεγιστοποίηση κέρδους — Βασική αρχή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη αύξηση των κερδών της επιχείρησης. Η θεμιτή μ.κ. επιτυγχάνεται κατά βάση με την ελαχιστοποίηση του κόστους, την επίτευξη επιτυχημένων εμπορικών… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • πλοιοκτησία — η, Ν [πλοιοκτήτης] (νομ.) αυτοτελής επιχειρηματική εκμετάλλευση ενός πλοίου από τον κύριό του, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • προσδοκώ — (I) προσδοκῶ, άω, ΝΜΑ, ιων. τ. προσδοκέω Α περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο, ελπίζω («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῡ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το προσδοκώμενο κατηγορία τού συντακτικού… …   Dictionary of Greek

  • στατιστική — Επιστήμη, η οποία μελετά, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους έρευνας, τα ομαδικά, κοινωνικά ή φυσικά φαινόμενα, με σκοπό να συναγάγει νόμους που τα διέπουν. Χρησιμοποιώντας την επαγωγή και την απαγωγή, η σ. φροντίζει δηλαδή ν’ αναζητήσει και να… …   Dictionary of Greek

  • συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”